μοιχώ

μοιχώ
μοιχῶ, -άω (ΑΜ [μοιχός]
1. μοιχεύω
2. είμαι άπιστος προς τον θεό, απιστώ
αρχ.
1. ερωτοτροπώ, έχω τρυφερότητες, «ζαχαρώνω» ή, κατ' άλλους, σφετερίζομαι την εξουσία κάποιου με δόλιο και πανούργο τρόπο («Κόνωνι δὲ εἶπεν ότι παύσει αὐτὸν μοιχῶντα τὴν θάλατταν», Ξεν.)
2. διαστρέφω, νοθεύω, παραμορφώνω, παραποιώ («τοὺς μοιχῶντας τὸ λεχθέν», Αιλ.)
3. παθ. μοιχῶμαι, -άομαι
α) (για άνδρα και για γυναίκα) διαπράττω μοιχεία, μοιχεύομαι
β) πλανώμαι, παγιδεύομαι («μοιχᾱσθαι τὴν ἐκκλησίαν καὶ ψευδοδισκάλους τινὰς ἐφιστάναι παγίδα ταῑς... ψυχαῑς», Συνέσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μοιχῶ — μοιχάω have dalliance with pres imperat mp 2nd sg μοιχάω have dalliance with pres subj act 1st sg (attic epic ionic) μοιχάω have dalliance with pres ind act 1st sg (attic epic ionic) μοιχάω have dalliance with pres subj act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχῷ — μοιχάω have dalliance with pres opt act 3rd sg μοιχάζω fut opt act 3rd sg μοιχός adulterer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχός — ο (ΑΜ μοιχός) αυτός που διαπράττει μοιχεία μσν. 1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας 2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι μσν. αρχ. (για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”